Σάρδεις

Σάρδεις
Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στη συμβολή του Πακτωλού και του Έρμου. Ασφαλείς πληροφορίες για την πόλη έχουμε από τότε που έγινε πρωτεύουσα του λυδικού κράτους, και με ακρίβεια χρονολογείται στο 652 η καταστροφή της από τους Κιμμέριους. Ανοικοδομήθηκε αμέσως με λαμπρότητα, και με ισχυρή ελληνική επίδραση. Μετά την πτώση του βασιλείου της Λυδίας (546), έγινε πρωτεύουσα της περσικής σατραπείας της Λυδίας- το 498 την κατέλαβαν και την πυρπόλησαν οι επαναστατημένοι Ίωνες, αλλά η ακρόπολη της αντιστάθηκε με επιτυχία- έναν αιώνα αργότερα (396) η πόλη κατόρθωσε να αποκρούσει την επίθεση του Αγησίλαου B’. Καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο και μετά περιήλθε στους Αντιγονίδες και στο Λυσίμαχο και τέλος, το 287, στους Σελευκίδες. Το 189 πέρασε στο βασίλειο της Περγάμου, και το 133 στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας. Καταστράφηκε το 17 μ.Χ. από ένα σεισμό, αλλά ανοικοδομήθηκε. Το κυριότερο μνημείο της πόλης είναι ο ελληνιστικός ιωνικός ναός της Άρτεμης· στα Β της ακρόπολης υπάρχουν τα λείψανα ενός σταδίου και ενός θεάτρου. Στη θέση των αρχαίων Σ. βρίσκεται τώρα το τουρκικό χωριό Σαρντ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σάρδεις — fem nom/voc pl (attic epic ionic) Σάρδεις fem nom/acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδεις — οι εων, αρχαία πόλη της Λυδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Сарды — (Σάρδεις или Σάρδις) главный гор. Лидии, знаменитый своими богатствами, у сев. склона Тмола, на берегах р. Пактола. С. были резиденцией лидийских царей, позднее персидских и селевкидских сатрапов. Акрополь С. считался неприступным. Жилища народа …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Σαρδιηνοῦ — Σάρδεις masc/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδιηνός — Σάρδεις masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδίων — Σάρδεις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδεσι — Σάρδεις fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδεσιν — Σάρδεις fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδης — Σάρδεις fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδιας — Σάρδεις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”